αναπηδητικός

αναπηδητικός
η , όν
1) подпрыгивающий, подскакивающий; скачущий; 2) скачкообразный; 3) трясущийся; сотрясающийся; вздрагивающий; 4) бьющий струёй

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αναπηδητικός" в других словарях:

  • αναπηδητικός — ή, ό αυτός που αναπηδά, που τινάζεται προς τα επάνω ή αναβλύζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπηδώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον διδάσκαλο τού Γένους Κωνσταντίνο Κούμα] …   Dictionary of Greek

  • αναπηδώ — ( άω) (Α ἀναπηδῶ και ποιητ. ἀμπηδῶ) 1. πηδώ προς τα επάνω 2. τινάζομαι προς τα επάνω από έκπληξη ή φόβο, ανασκιρτώ, πετιέμαι 3. (για υγρά) αναβλύζω, εξακοντίζομαι μσν. (για φήμη) ακούγομαι έξαφνα αρχ. πηδώ προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + πηδῶ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»